- ἀπέλυσαν
- ἀπέλῡσαν , ἀπολύωdestroy utterlyaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χότζα, Εμβέρ — (16 Οκτωβρίου 1908 – 1985). Αλβανός πολιτικός. Το 1930 αποφοίτησε από το λύκειο της Κορυτσάς και έφυγε για να σπουδάσει φιλοσοφία στη Γαλλία, όπου γράφτηκε με υποτροφία στο πανεπιστήμιο του Μομπελιέ. Εκεί συνεργάστηκε με την εφημερίδα Ουμανιτέ,… … Dictionary of Greek
κολάζω — (AM κολάζω) 1. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», Ευρ.) 2. περιορίζω, μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση ή τα κακά αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το σφάλμα του, έκανε κι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Καλιάνι, Ματέο — (Mateo Cagliani, ; – 1859). Ιταλός γιατρός και φιλέλληνας. Στην Ελλάδα, εκτός από τις ιατρικές του υπηρεσίες, βοήθησε πολύ στην εξουδετέρωση δικτύου πρακτόρων του Ιμπραήμ. Εξαιτίας της δράσης του αυτής, οι Τούρκοι θέλησαν να τον συλλάβουν, αλλά… … Dictionary of Greek
Ραγκόνα, Nτομένικο — (Ragona, 1820 – 1892). Ιταλός αστρονόμος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Παλέρμου στη Σικελία, όπου αργότερα διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της φυσικής και, αργότερα, βοηθός στο αστεροσκοπείο. Πήρε μέρος στον πόλεμο του 1848 και μετά διορίστηκε… … Dictionary of Greek
λευκός, -ή — ό 1. άσπρος: Η νύφη φορούσε ένα λευκό και μακρύ φόρεμα. 2. μτφ., αγνός, καθαρός: Τον απέλυσαν μόλις έμαθαν ότι δεν είχε λευκό ποινικό μητρώο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυθολόγημα — το 1. μυθική διήγηση: Μας διηγείται μυθολογήματα για γεγονότα που δε συνέβησαν ποτέ. 2. μύθευμα, ψευδολόγημα: Τον απέλυσαν βασισμένοι μόνο σε μυθολογήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)